- θωρακίς
- θωρακίς, -ίδος, ἡ (Α)θώρακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. λειμακ-ίς, πινακ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
THORACIDA — apud Walfr. Strabonem, de Rebus Eccl. c. 8. ubi dicitur, Constantinum Imperatorem per Thoracidas Apostolorum, quos ipse in visione viderat, cognovisse, ex Graeco θωρακὶς, imago est pectore tenus expressa, seu, ut ait Treb. Pollio, in Claudio, c.… … Hofmann J. Lexicon universale
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek